-
1 μονο-ειδής
μονο-ειδής, ές, einförmig, von einerlei Art, Ggstz von πολυειδής, Plat. Rep. X, 612 a; καὶ ἀμέριστον, Theaet. 205 d; einfach, unvermischt, μονοειδὲς ὃν αὐτὸ καϑ' αὑτό, Phaed. 78 d; Sp., bes. Rhett. – Adv. μονοειδῶς, Iambl.
См. также в других словарях:
σκεδαστός — ή, ό / σκεδαστός, ή, όν, ΝΑ αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διασκορπίσει, να διαλύσει, ο επιδεκτικός σκέδασης («ὅταν οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ ὅταν ἀμέριστον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ τού αορ. ἐ σκέδασ α τού σκεδάννυμι … Dictionary of Greek